2ο Διεθνές Συνέδριο ‘Ψυχανάλυση και Ομάδα’

Υπό την αιγίδα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ελπίδα και απελπισία στις ομάδες, στους θεσμούς, στην κοινωνία

Η ελπίδα και η απελπισία αφορούν σε ενδο-ψυχικές και δι-υποκειμενικές καταστάσεις, αλλά δεν περιορίζονται σ’ αυτές. Ως ρεαλιστικές πλευρές μιας κίνησης για ολοκλήρωση του πένθους, η απελπισία και η ελπίδα μπορεί να είναι εκδηλώσεις της προσπάθειας να παραμένει το Εγώ σε συγκρότηση. Όταν στηρίζονται στην άρνηση και στη ναρκισσιστική αναδίπλωση είναι όψεις μιας ατελούς ψυχικής εργασίας του πένθους.

Από το άλλο μέρος, η ελπίδα, όπως και η απελπισία, μπορεί να ενώνουν αλλά και να χωρίζουν. Μπορεί η μια να είναι το αποτέλεσμα της άλλης, ή η άλλη της όψη. Μπορεί να οδηγούν στην αλλαγή, αλλά και να καθηλώνουν. Μπορεί ο τρόμος της μιας να φέρνει την άλλη. Μπορεί να προκαλούνται από πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις αντικειμενικές, όπως οι κρίσεις – προσωπικές, συλλογικές ή κοινωνικές – όμως ενίοτε χαρακτηρίζονται και από στοιχεία υπερβολής, πολλές φορές παράλογης, που οδηγούν σε καινούριες, όχι σπάνια δύσκολα διαχειρίσιμες πραγματικότητες.

Πώς οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και η κλινική της ομάδας μάς βοηθούν να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε αυτό που σήμερα μπορεί να φέρνει την ελπίδα και την απελπισία, αλλά και αυτά που μπορεί να φέρνουν η ελπίδα και η απελπισία σε ομάδες, στην οικογένεια, σε θεσμούς, ψυχιατρικούς, εκπαιδευτικούς ή άλλους, αλλά και στην κοινωνία; Είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν σ’ αυτό το Συνέδριο.

Το ζήτημα της εκπαίδευσης στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ομάδας θα μας απασχολήσει επίσης. Με άλλα λόγια, τι πρέπει να περιλαμβάνει αυτή η εκπαίδευση; Σχεδόν 70 χρόνια από τις πρώτες ψυχαναλυτικές ανακαλύψεις της κλινικής των μικρών ομάδων, πώς ορίζεται σήμερα η σχέση της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας ομάδας με την ψυχανάλυση και τι χρειάζεται κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως ομαδικός ψυχοθεραπευτής;

Θέλουμε τέλος – αυτή είναι και μια ελπίδα του 2ου Διεθνούς ΣυνεδρίουΨυχανάλυση και Ομάδα – να είναι το Συνέδριό μας και ένα σταυροδρόμι, ή ακόμα περισσότερο ένα πλαίσιο συνάντησης διαφορετικών θεωρητικών και κλινικο-θεωρητικών πολιτισμών, ει δυνατόν πέρα από γλωσσικούς φραγμούς, ώστε να επιτραπεί στους προβληματισμούς και στις διαπιστώσεις μας, στις θεωρίες και στις κλινικές πρακτικές μας να ‘συνομιλούν’ πιο ελεύθερα προς όφελος της προόδου της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας ομάδας, άρα και της σχέσης μας με το κοινό αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας.